καθίζηση

καθίζηση
Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που προκαλούν την κ. του εδάφους είναι πολλοί. Συνήθως είναι η ελάττωση του όγκου ή η απομάκρυνση ενός υπόγειου στρώματος από χημικές ή μηχανικές επιδράσεις. Άλλη αιτία κ. είναι οι κατολισθήσεις, που συμβαίνουν στις απόκρημνες πλαγιές των βουνών, των κοιλάδων, των ποταμών και των ακτών. Προειδοποιητικό σημείο της κ. είναι οι διάφορες ρωγμές του εδάφους. Οι κ. συνοδεύονται συχνά από τριγμούς ή από ασθενή βοή. Αν η μάζα είναι μεγάλη, τότε προκαλούνται δονήσεις στο έδαφος, ακόμα και σεισμοί, αν η κ. οφείλεται σε κατακρήμνιση μεγάλης περιοχής και σε βάθος. Κ. μπορεί να συμβούν και σε διάφορες μεταλλευτικές εργασίες, όταν οι υπόγειες στοές δεν έχουν στηριχθεί καλά. Κ. επίσης παρατηρείται στην οικοδόμηση των κτιρίων, όταν προκληθεί συμπίεση της βάσης τους ή ελάττωση των κατακόρυφων μεγεθών του κτιρίου. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται επίσης ως μέθοδος για να ξεχωρίσουν τα στοιχεία μεταξύ τους. Στη βιομηχανία και στην αναλυτική πρακτική χρησιμοποιείται και ο όρος ηλεκτρολυτική κ., ιδίως για τα μέταλλα. Με την ηλεκτρόλυση καταβυθίζονται όχι μόνο τα μέταλλα αλλά και τα οξείδια. (Ιατρ.) Ο όρος ταχύτητα κ. ερυθρών αιμοσφαιρίων (ΤΚΕ) αναφέρεται σε μέθοδο ιατρικής εξέτασης για τη χρονομέτρηση σε χιλ./ώρα του ρυθμού κ. των ερυθρών αιμοσφαιρίων μέσα σε αίμα που έμεινε άπηκτο μετά τη χρήση αντιπηκτικών και ακίνητο σε σταθερές συνθήκες σε κατακόρυφο δοκιμαστικό σωλήνα. Η κ. εξαρτάται από το μέγεθος και την κατανομή των ερυθρών αιμοσφαιρίων, κυρίως όμως από την περιεκτικότητα του πλάσματος σε σφαιρίνη. Η φυσιολογική της τιμή για την πρώτη ώρα είναι 1-6 χιλ. για τους άντρες, 2-11 χιλ. για τις γυναίκες και 2 χιλ. για τα νεογέννητα. Σε ορισμένες ασθένειες επιταχύνεται και μάλιστα η παρακολούθηση των τιμών της ΤΚΕ αποτελεί κριτήριο για την εξέλιξή τους. Εκτός από τις παθολογικές καταστάσεις, η ΤΚΕ επιταχύνεται σε άτομα γεροντικής ηλικίας και στις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Δρόμος που έχει υποστεί καθίζηση (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
η (Α καθίζησις) [καθιζάνω]
η αφηρημένη έννοια, η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού καθιζάνω
νεοελλ.
1. γεωλ. το φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων τού στερεού φλοιού τής γης κατολισθαίνουν και μεταφέρονται σε κατώτερες θέσεις
2. (για άλατα και ουσίες διαλυμένα σε υγρό) συσσώρευση ιζήματος στον πυθμένα δοχείου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθίζηση — η κατολίσθηση, βούλιαγμα: Στο δρόμο μεταξύ Αιγίου και Πατρών έγιναν τελευταία πολλές καθιζήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθιζήσῃ — καθιζάνω sit down fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιζηματογένεση — Γεωλογικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση βιογενούς ή κλαστικού υλικού, το οποίο προέρχεται από την καταστροφή πετρωμάτων που προϋπάρχουν (αποσάθρωση) και από τον σχηματισμό πετρωμάτων που ονομάζονται γι’ αυτό τον λόγο ιζηματογενή …   Dictionary of Greek

  • κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… …   Dictionary of Greek

  • δολομίτης — I Ορυκτό, διπλό ανθρακικό άλας του ασβεστίου και του μαγνησίου (CaCO3 MgCO3), με αναλογία 54,35% ανθρακικού ασβεστίου (CaCO3) και 45,65% ανθρακικού μαγνησίου (MgCO3). Όταν ένα μέρος του μαγνησίου υποκατασταθεί από σίδηρο (Fe), προκύπτει μια… …   Dictionary of Greek

  • εξαλάτωση — Μέθοδος, κατά την οποία προστίθεται ένα άλας σε ένα διάλυμα για την καθίζηση μιας ουσίας. Ειδικότερα, η ε. εφαρμόζεται ως μέθοδος για την καθίζηση των πρωτεϊνών. Με τον όρο ε. δηλώνεται και η επεξεργασία για τη συντήρηση τροφίμων, με χλωριούχο… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

  • ένδοση — η (AM ἔνδοσις) υποχώρηση αρχ. 1. (για αρρώστια) ελάττωση, ύφεση 2. χαλάρωση («ἐνδόσει τινὶ τόνου», Πλούτ.) 3. υποχώρηση, καθίζηση («στερεὰν γὰρ οὖσαν, παλαιουμένην οὐκ εἰς τὸ κάτω τὴν ἔνδοσιν λαμβάνειν», Στράβ.) 4. αποχώρηση, υποχώρηση στρατού 5 …   Dictionary of Greek

  • ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”